Καλυψώ

Καλυψώ
Κᾰλυψώ, όος, [var] contr. οῦς, ἡ (prob. from καλύπτω, 'she that conceals'), Calypso, Od.1.14, Hes.Th.359, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλυψῶ — Καλυψώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Καλυψώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης, γνωστή ιδιαίτερα από το επεισόδιο που αναφέρεται στον Όμηρο (Οδύσσεια), κατά το οποίο η Κ. υποδέχτηκε ναυαγό τον Οδυσσέα και τον κράτησε κοντά της στο μακρινό νησί της Ωγυγίας… …   Dictionary of Greek

  • Καλυψώ — η κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυψῶ — καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύψω — καλύπτω oc culo aor subj act 1st sg καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg καλύπτω oc culo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψοῦς — Καλυψώ fem nom/voc pl Καλυψώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Калипсо — (Καλυψώ) нимфа на баснословном о ве Огилия, куда спасся Одиссей на обломке корабля, разбитого молнией Зевса за истребление быков Гелиоса (см. Одиссей). Одиссей жил 7 лет на о ве К., которая тщетно желала соединиться с ним навеки, предлагая ему… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Καλυψοῖ — Καλυψώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψοῦν — Καλυψώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυψόα — Καλυψώ fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”